Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Α. Σταθάτος
Ο Σταθάτος γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Κόμαρα του Βορείου Έβρου, το γνωστό ως Κομαρλί κατά την Τουρκοκρατία. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Μπόϊντογλου ή Μποϊντίδης. Μπουϊντάι στα τουρκικά σημαίνει σιτάρι. Άλλα αδέρφια του ήταν η Χρυσή, ο Κωνσταντίνος, ο Ιωάννης και η Καλλιόπη.
Υπήρξε άριστος μαθητής και είχε κλίση στη ζωγραφική. Και επειδή ήταν καλός μαθητής η δασκάλα του Ευτέρπη από τη Φιλιππούπολη του ανέθετε να διδάσκει στην πρώτη τάξη του Δημοτικού, όπως πρόβλεπε το τότε σύστημα της Αλληλοδιδακτικής. Το 1904 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τετρατάξιο σχολείο των Κομάρων. Συνέχισε στο εξατάξιο σχολείο του Μουσταφά Πασά (το σημερινό κοντινό βουλγαρικό Σβίλεγκραντ) υπό την κηδεμονία του άρχοντα της περιοχής Στέφανου Κώστογλου. Το 1907 γράφτηκε στο εξατάξιο γυμνάσιο της Αδριανούπολης.
Εκεί, ο Γεώργιος Μπόϊντογλου έγινε από ένα μικρό λάθος… Σταθάτος!!! Ο διευθυντής της Αστικής Σχολής Αδριανούπολης Αριστόβουλος Χρηστίδης, θεώρησε τουρκοπρεπές και κακόηχο το όνομα Μπόϊντογλου και είπε ότι θα τον εγγράψει στο μαθητολόγιο ως Σταράτο, κάνοντας τη σχετική μετάφραση… Κατά πάσα πιθανότητα όμως, καλλιγραφώντας το επώνυμο, η ουρά του -ρ έκανε στο γράψιμο με την πέννα μια στροφή προς τα επάνω και σχημάτισε άθελα, σχεδόν το γράμμα- θ. Έκτοτε έμεινε το όνομα Γεώργιος Σταθάτος!
Ολοκλήρωσε το 1910 τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Αδριανούπολη και στη συνεχεία μερίμνη της Εταιρείας Προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων φοίτησε στο Διδασκαλείο Θεσσαλονίκης. Το 1912 φοιτώντας στη Θεσσαλονίκη, έζησε τις μεγάλες στιγμές της απελευθέρωσης της πόλης από τα ελληνικά στρατεύματα. Αργότερα φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Ως αξιωματικός τάχθηκε με το Βενιζέλο και για το λόγο αυτό αποτάχθηκε μαζί με άλλους βενιζελικούς αξιωματικούς, μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1935.
Το 1933 νυμφεύθηκε τη σύζυγό του Ελένη το γένος Μιχ. Μπιλιουρτζή και απέκτησαν μία κόρη και ένα γιο.
Επανήλθε στο στράτευμα και πήρε μέρος στον πόλεμο του 1940.
Όταν κατελήφθη ο νομός Έβρου από τους Γερμανούς ο Σταθάτος διέφυγε στην Τουρκία, με στόχο να φτάσει στην Αίγυπτο, αλλά στη Νίγδη διατάχθηκε από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση να επιστρέψει πίσω για να οργανώσει ομάδες εθνικής αντίστασης και δίκτυα διαφυγής προς τη Μέση Ανατολή. Επέστρεψε και άρχισε να οργανώνει ομάδες αντίστασης, παρά τα εμπόδια που συναντούσε από τις οργανώσεις του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ.
Στην τοποθεσία Τζιαντί Ντερέ των Βρυσικών Διδυμοτείχου, οργανώθηκε το πρώτο αρχηγείο αντίστασης κατά των Γερμανών με διοικητή τον Γεώργιο Σταθάτο. Τα εμπόδια όμως ήταν ανυπέρβλητα.
Τον Φεβρουάριο του 1943 δημιουργήθηκε η αντιστασιακή οργάνωση των δημοκρατικών με στρατιωτικούς και πολίτες του Έβρου. Μεταξύ των στελεχών ήταν ο ταγματάρχης Γιώργος Σταθάτος, ο νομάρχης Έβρου Σταύρος Ευταξίας (ο οποίος τελικά διέφυγε στην Μέση Ανατολή) ο δήμαρχος Σουφλίου Παναγιώτης Δεμερτζής (που συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίσθηκε στο Διδυμότειχο) κ.ά.
Μια από τις πρώτες ενέργειες της οργάνωσης των δημοκρατικών ήταν να έρθουν σε επαφή και να συνεργαστούν με τοπικούς αντιστασιακούς κομμουνιστικούς πυρήνες. Σε δύο κοινές συσκέψεις, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1943 οι δύο πλευρές δέχτηκαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συγκροτήσουν ένα κοινό συλλογικό διοικητικό όργανο με εφτά μέλη. Επικεφαλής των ανταρτών του Έβρου ανακηρύχτηκε ο Σταθάτος. Από διπλωματικά έγγραφα προκύπτει ότι επικεφαλής ήταν ο Σταθάτος με το ψευδώνυμο «Ξίφος» (σ.σ. χρησιμοποίησε αργότερα και άλλα ψευδώνυμα όπως π.χ. «Γέρος») και συμμετείχαν με τα συνθηματικά αριθμητικά οι 20, 01(σ.σ. δεν γνωρίζω ποιοι ήταν) και οι αντάρτες Ξάνθος, Φλέσσας, Ανδρούτσος και ο Οδυσσέας. Συμφωνήθηκε επίσης να ζητήσουν όπλα και άλλη βοήθεια από την ελληνική κυβέρνηση, και να έχουν τακτική επικοινωνία μέσω ασυρμάτου τόσο με το ελληνικό προξενείο της Αδριανούπολης όσο και με τις ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.
Στα μέσα του 1943 όμως, επήλθε ανατροπή των σχεδιασμών. Ο Σταθάτος συνελήφθη από αντάρτες του Οδυσσέα και καταδικάστηκε από ανταρτοδικείο του ΕΛΑΣ την κατηγορία, ότι βρέθηκε επιστολή του με την οποία ζητούσε ενίσχυση από το στρατηγείο Μέσης Ανατολής για την δημιουργία (δήθεν) αντικομουνιστικού αντάρτικου. Στην πραγματικότητα απέβλεπε στη δημιουργία αντάρτικου, που δεν θα ελέγχονταν άμεσα από το ΚΚΕ. Το ανταρτοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο με αναστολή και αφέθηκε ελεύθερος.
Οι συνθήκες του αντάρτικου ήταν δυσχερέστατες και οι επικοινωνίες τραγικές. Το ελληνικό προξενείο της Αδριανούπολης πληροφορήθηκε με κάποια καθυστέρηση ημερών την εκτέλεση, και ενημέρωσε με τη σειρά του την πρεσβεία μας στην Άγκυρα. Ο πρέσβης Ραφαήλ κοινοποίησε τελικά στις 25 Ιανουαρίου 1944 στο υπουργείο Εξωτερικών στο Κάιρο, το σχετικό έγγραφο του διευθύνοντος το προξενείο Γεωργίου Δ. Καλούτση.
Στο έγγραφο αυτό, που διασώζεται στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«…η ως άνω ανεξακρίβωτος φήμη περιελθούσα μοι προς ημερών περί της υπό των ανταρτών εκτελέσεως του Ταγματάρχου Σταθάτου, επεβεβαιώθη σήμερον κατά τρόπον απόλυτον.
Ο Ταγματάρχης Σταθάτος, παλαιός, ως γνωστόν, συνεργάτης του Προξενείου τούτου, είχε προσχωρήσει από πολλού εις τας τάξεις των ανταρτών του Έβρου, παρά των οποίων τω είχεν ανατεθεί η πολιτική οργάνωσις του Ε.Α.Μ. εν τω Νομώ. Οι αντάρτες ισχυρίζονται ότι επ’ εσχάτων συνεκέντρωσαν εις χείρας των στοιχεία, αποδεικνύοντα κατά τρόπον αδιαμφισβήτητον ότι κατά τας περιοδείας του ο Ταγματάρχης Σταθάτος διενήργει εθνικήν προπαγάνδαν μεταξύ του πληθυσμού, επιδιώκων την συγκρότησιν εθνικιστικών ανταρτικών ομάδων. Και δια ταύτα εξετελέσθη».
Στο ίδιο έγγραφο επισημαίνεται ότι η εκτέλεση έγινε τις μέρες των Χριστουγέννων και ότι ως εκτελεστής είχε ορισθεί ο αντάρτης Νικόλαος Μήτας από την Ορεστιάδα. Ο Καλούτσης ανέφερε, πως κατά πληροφορίες, ο Μήτας είχε αντιρρήσεις, αλλά εξαναγκάσθηκε να το κάνει με την απειλή περιστρόφου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και η σύζυγός του Ελένη Σταθάτου, που έμενε τότε στο Διδυμότειχο με την αδελφή της Ελισάβετ, και είχε φυλακισθεί από τους Γερμανούς, έμαθε για το θάνατο του άνδρα της, τρεις μήνες αργότερα!!!
Ο Γεώργιος Καλούτσης γνωστοποίησε στις 8 Απριλίου 1944 ότι ο Αλέκος Γεωργιάδης του είπε πως ο απεσταλμένος του ΚΚΕ να εκκαθαρίσει την κατάσταση στον Έβρο, Αθηνόδωρος Κατσαβουνίδης, του ανέφερε ότι η εκτέλεση του Σταθάτου από τον Οδυσσέα και των άλλων 10, οφείλονταν σε έγγραφη κατηγορία που εστάλη στον Οδυσσέα από το Διδυμότειχο από ένα άτομο που κρυβόταν κάτω από το ψευδώνυμο Χάρης. Κατά την καταγγελία αυτή οι εκτελεσθέντες εργάζονταν για τη συγκρότηση αντικομουνιστικής οργάνωσης. Επιπλέον στον ταγματάρχη Σταθάτο βρέθηκαν παλιότερες επιστολές του Μαΐου 1943 προερχόμενες από τον αποσπασμένο τότε στο προξενείο έφεδρο αξιωματικό Ιωάννη Δεμερτζή, συνεργαζόμενο και με την βρετανική Ιντέλλιντζενς Σέρβις.
Η σύζυγός του Ελένη, σε συνέντευξή της στη Βικτωρία Τσονίδου στη Δημοτική τηλεόραση της Ορεστιάδος, είχε κατονομάσει σημαντικά στελέχη του ΚΚΕ από το Διδυμότειχο (δικηγόρος) και από την Ορεστιάδα (παντοπώλης) και τον καπετάν Κρίτωνα, ότι είχαν εκφρασθεί εναντίον του Σταθάτου, χωρίς όμως να τους κατηγορήσει ότι αυτοί έκαναν τις καταγγελίες, που οδήγησαν στην βάρβαρη εκτέλεσή του.
Ο θάνατος του Γεώργιου Σταθάτου υπήρξε μαρτυρικός. Διαθέτουμε μια μαρτυρία των συνθηκών εκτέλεσής του. Είναι η αφήγηση που έκανε ο Δημήτριος Πετριτζίκης προς τον Ελληνοαμερικανό πράκτορα της OSS Αλέκο Γεωργιάδη, ο οποίος δρούσε με συγκεκαλυμμένη ιδιότητα στον ελληνικό προξενείο της Αδριανούπολης και είχε συνεργάτες στον κατεχόμενο νομό Έβρου. Η αφήγηση αυτή απεστάλη στην προϊσταμένη αρχή των ΗΠΑ, ενώ αντίγραφό της υπάρχει στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών.
Ο Δημήτριος Πετριτζίκης συνοδεύοντας τον Αλέκο Γεωργιάδη, πέρασαν τον ποταμό Έβρο και επισκέφθηκαν το Αρχηγείο των ανταρτών στα ορεινά του νομού, στη Γκίμπρενα, όπου συναντήθηκαν με τον καπετάνιο του ΕΛΑΣ Οδυσσέα. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι ηγέτες οργανώσεων του νομού, με πρόσκληση του Οδυσσέα. Τότε, κατά τρόπο αιφνιδιαστικό, έγιναν συλλήψεις με εντολή του Οδυσσέα.
Η περιγραφή για την εκτέλεση του Σταθάτου και άλλων συλληφθέντων είναι τρομακτική:
«….Στις 11 τη νύχτα και ενώ κοιμόμασταν στα γιατάκια μας, περίπου 20 αντάρτες αρματωμένοι μας ξύπνησαν και έναν- έναν μας έδεσαν, ένδεκα άτομα, ανάμεσα στο οποία και ο ταγματάρχης Σταθάτος. Μας πήραν όσα χρήματα είχαμε, ρολόγια και άλλα αντικείμενα και μας διέταξαν να προχωρήσουμε σε μια τοποθεσία περίπου 150 γιάρδες από το σημείο που είμασταν. Εκεί μείναμε φρουρούμενοι μέρα και νύχτα από οχτώ ένοπλους. Πέρασαν δύο μέρες και μετά με πήραν και με πήγαν συνοδευμένο από τρεις αντάρτες στο ανταρτοδικείο. Εκεί ο Οδυσσέας μου είπε ότι εμένα δεν με έδεσαν για κάποιο σφάλμα μου, αλλά για να ακολουθήσω τους άλλους συλληφθέντες να ακούω τι έλεγαν όταν ήταν μόνοι και μου ζήτησε να πω ό,τι άκουσα σ’ αυτό διήμερο. Ότι δηλαδή ήθελαν να σχηματίσουν ομάδα οι συλληφθέντες για να σκοτώσουν τους αντάρτες, επειδή ήταν κομμουνιστές. Μετά με έδεσαν πάλι και με πήγαν πίσω μαζί με τους άλλους, όπου έμεινα άλλη μια μέρα.
Την επομένη στις 4 μ.μ. με έλυσαν και με άφησαν ελεύθερο. Σε λίγο ήρθαν οι γνωστοί μου Μήτας και Ρέγκας και μου είπαν ότι θα με εκτελούσαν και εμένα αν δεν επενέβαιναν οι ίδιοι. Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να σκέφτομαι πώς θα ξεφύγω από το Αντάρτικο.
Δυο μέρες αργότερα ο ταγματάρχης Σταθάτος και άλλοι δέκα άνδρες εκτελέσθηκαν. Αυτή η εκτέλεση ήταν το πιο φρικτό πράγμα που είδα με τα μάτια μου και με έκανε να σκέφτομαι πιο έντονα πως θα δραπετεύσω.
Κατά πρώτο οι 11 άνδρες ξεγυμνώθηκαν από τους αντάρτες, που άρχισαν να τους χτυπούν με πέτρες στα κεφάλια και να τους μαχαιρώνουν με μικρά μαχαίρια. Άλλοι πάλι τους έδεσαν με σκοινιά στο λαιμό και τους προκάλεσαν ασφυξία. Όταν διαπίστωσαν ότι πέθαναν τους έκοψαν τα κεφάλια και τα τοποθέτησαν στο δημόσιο δρόμο προς τις Φέρες για να τα βλέπουν οι διερχόμενοι. Μετά από αυτό, εκείνο το λημέρι εγκαταλείφθηκε και πήγαν οι αντάρτες σε άλλη τοποθεσία. Εμένα και 15 άλλους μας διέταξαν να ενταχθούμε στην Ταξιαρχία του Θανάτου και με τα άλογα πήγαμε στο βόρειο μέρος του Έβρου για να εκτελέσουμε πληροφοριοδότες του εχθρού».
Το σημείο του ανήκουστου αυτού εγκλήματος, θεωρείται πως είναι η τοποθεσία Παπαφίγκος, μεταξύ Δαδιάς και Λευκίμης. Το αποκεφαλισμένο πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ…
Σε μια τελευταία επιστολή που έστειλε ο αείμνηστος Σταθάτος στη γυναίκα του με το γαμπρό του Ιωάννη Μπαρμπαγιάνη το 1943, της έγραφε: «Ελένη, να κοιτάζεις τα παιδιά. Εγώ ανήκω εις την Πατρίδα. Θα δώσω την ζωήν μου γι’ Αυτήν». Είχαν δύο παιδιά. Την Καίτη 9 ετών τότε και το Γιάννη 3 ετών.
Ο λαός μοιρολόγησε την τραγική δολοφονία. Το μοιρολόι αυτό το τραγουδούσαν στα χωριά του Έβρου. Στο τραγούδι, γίνεται αρχικά αναφορά στην εκτέλεση του Σταθάτου και συνεχίζει σε αφηγηματικό τόνο, περιγράφοντας το φοβερό θάνατό του:
«Ακούσατε τι έγινε εις τα βουνά επάνω,
Σκοτώσανε το Γιώργη, το Γιώργη το Σταθάτο.
Σηκώνεται ένα πρωί, δυο ώρες πριν να φέξει
Παίρνει νερό και πλένεται και το σταυρό του κάνει.
Κι εκεί που προσευχότανε κι όπου παρακαλούσε,
Τον πιάσαν και τον δέσανε τα χέρια του οπίσω,
Και άρχισαν να τον χτυπούν με χέρια και με ξύλα.
Εγύρισε τους κοίταξε και τους παρακαλούσε:
-Ρίξτε παιδιά σκοτώστε με και μη με τυραννάτε
Γιατί θα με ζητήσουνε και τότε τι θα πείτε;
Ξέρω ότι δεν φταίτε εσείς,
Φταίει ο Οδυσσέας σας κι άλλοι καπεταναίοι.
Αν πάτε στην πατρίδα μου στο Κομαρλί επάνω
Να πείτε στη γυναίκα μου στα δόλια τα παιδιά μου
Πέστε να μην με καρτερούν, να μην με περιμένουν,
Πέστε τους νάρθουν νε με ιδούν, να ‘ρθουν να με ξεθάψουν
Και σεις πουλάκια όμορφα να γλυκοτραγουδάτε
Για να με θάψουν με παπά.
Έχετε γεια ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες
Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι
Ας πέσει το κορμάκι μου…»
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης